ακαπλάντιστος

ακαπλάντιστος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει καπλάντισμα, επένδυση από ξύλο ή ύφασμα: Το πάπλωμά τους ήταν ακαπλάντιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακαπλάντιστος — η, ο [καπλαντίζω] αυτός που δεν τόν έχουν καπλαντίσει, που δεν έχει επένδυση από ύφασμα, ξύλο ή μέταλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”